Ἀσίαρχος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἀσίαρχος | οἱ | Ἀσίαρχοι |
γενική | τοῦ | Ἀσιάρχου | τῶν | Ἀσιάρχων |
δοτική | τῷ | Ἀσιάρχῳ | τοῖς | Ἀσιάρχοις |
αιτιατική | τὸν | Ἀσίαρχον | τοὺς | Ἀσιάρχους |
κλητική ὦ! | Ἀσίαρχε | Ἀσίαρχοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀσιάρχω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀσιάρχοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἈσίαρχος αρσενικό
- (θρησκεία) άλλη μορφή του Ἀσιάρχης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἈσίαρχος αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία- Ἀσίαρχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Ἀσίαρχος - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven