Ἀσιάς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ἀσιάς | αἱ | Ἀσιάδες |
γενική | τῆς | Ἀσιάδος | τῶν | Ἀσιάδων |
δοτική | τῇ | Ἀσιάδῐ | ταῖς | Ἀσιάσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | Ἀσιάδᾰ | τὰς | Ἀσιάδᾰς |
κλητική ὦ! | Ἀσιάς | Ἀσιάδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀσιάδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀσιάδοιν | ||
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἈσιάς θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) γυναίκα καταγόμενη από την Ασία
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαἈσιάς θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- Ἀσιάς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἀσιάς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press