↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀσιᾶτις αἱ Ἀσιάτιδες
      γενική τῆς Ἀσιάτιδος τῶν Ἀσιατίδων
      δοτική τῇ Ἀσιάτιδ ταῖς Ἀσιάτισ(ν)
    αιτιατική τὴν Ἀσιᾶτιν τὰς Ἀσιάτιδᾰς
     κλητική ! Ἀσιᾶτι Ἀσιάτιδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀσιάτιδε
γεν-δοτ τοῖν  Ἀσιατίδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀσιᾶτις < Ἀσιάτ(ης) + -ις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ἀσιᾶτις θηλυκό