Δείτε επίσης: Ασιάτης

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀσιάτης οἱ Ἀσιάται
      γενική τοῦ Ἀσιάτου τῶν Ἀσιατῶν
      δοτική τῷ Ἀσιάτ τοῖς Ἀσιάταις
    αιτιατική τὸν Ἀσιάτην τοὺς Ἀσιάτᾱς
     κλητική ! Ἀσιάτ Ἀσιάται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀσιάτ
γεν-δοτ τοῖν  Ἀσιάταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀσιάτης < Ἀσί(α) + -άτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Ἀσιάτης αρσενικό (θηλυκό Ἀσιᾶτις)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία