Ἀσιαρχία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ἀσιαρχίᾱ | αἱ | Ἀσιαρχίαι |
γενική | τῆς | Ἀσιαρχίᾱς | τῶν | Ἀσιαρχιῶν |
δοτική | τῇ | Ἀσιαρχίᾳ | ταῖς | Ἀσιαρχίαις |
αιτιατική | τὴν | Ἀσιαρχίᾱν | τὰς | Ἀσιαρχίᾱς |
κλητική ὦ! | Ἀσιαρχίᾱ | Ἀσιαρχίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀσιαρχίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀσιαρχίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἈσιαρχία θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Ἀσιαρχία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.