Δείτε επίσης: ασιατικός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἀσιατικός Ἀσιατική τὸ Ἀσιατικόν
      γενική τοῦ Ἀσιατικοῦ τῆς Ἀσιατικῆς τοῦ Ἀσιατικοῦ
      δοτική τῷ Ἀσιατικ τῇ Ἀσιατικ τῷ Ἀσιατικ
    αιτιατική τὸν Ἀσιατικόν τὴν Ἀσιατικήν τὸ Ἀσιατικόν
     κλητική ! Ἀσιατικέ Ἀσιατική Ἀσιατικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Ἀσιατικοί αἱ Ἀσιατικαί τὰ Ἀσιατικᾰ́
      γενική τῶν Ἀσιατικῶν τῶν Ἀσιατικῶν τῶν Ἀσιατικῶν
      δοτική τοῖς Ἀσιατικοῖς ταῖς Ἀσιατικαῖς τοῖς Ἀσιατικοῖς
    αιτιατική τοὺς Ἀσιατικούς τὰς Ἀσιατικᾱ́ς τὰ Ἀσιατικᾰ́
     κλητική ! Ἀσιατικοί Ἀσιατικαί Ἀσιατικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Ἀσιατικώ τὼ Ἀσιατικᾱ́ τὼ Ἀσιατικώ
      γεν-δοτ τοῖν Ἀσιατικοῖν τοῖν Ἀσιατικαῖν τοῖν Ἀσιατικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀσιατικός < Ἀσιάτ(ης) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

Ἀσιατικός, -ή, -όν

  Πηγές επεξεργασία