Δείτε επίσης: πέρσις
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Περσίς αἱ Περσίδες
      γενική τῆς Περσίδος τῶν Περσίδων
      δοτική τῇ Περσίδ ταῖς Περσίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Περσίδ τὰς Περσίδᾰς
     κλητική ! Περσίς* Περσίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Περσίδε
γεν-δοτ τοῖν  Περσίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Περσίς: άλλη μορφή θηλυκού τύπου για το επίθετο Περσικός, θηλυκό: Περσική
Και (ουσιαστικοποιημένο).

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Περσίς θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Περσίς θηλυκό

  1. (εθνικό όνομα) Περσίδα, γυναίκα από την Περσία
    ※  Ηλιόδωρος, Αιθιοπικά, 7, 14, 2, 5-8 έκδ. Teubner Heliodori Aethiopicorum libri decem
    Καὶ Περσὶς οὖσα τὸ γένος σφόδρα ἑλληνίζει τὴν γνώμην χαίρουσα καὶ προστρέχουσα τοῖς ἐντεῦθεν, ἦθός τε καὶ ὁμιλίαν τὴν ῾Ελληνικὴν εἰς ὑπερβολὴν ἠγάπηκε.
  2. (ενδυμασία) περσικός μανδύας

Συγγενικά

επεξεργασία