Περσίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Περσίς | αἱ | Περσίδες |
γενική | τῆς | Περσίδος | τῶν | Περσίδων |
δοτική | τῇ | Περσίδῐ | ταῖς | Περσίσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | Περσίδᾰ | τὰς | Περσίδᾰς |
κλητική ὦ! | Περσίς* | Περσίδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Περσίδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Περσίδοιν | ||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Περσίς: άλλη μορφή θηλυκού τύπου για το επίθετο Περσικός, θηλυκό: Περσική
- Και (ουσιαστικοποιημένο).
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠερσίς θηλυκό
- (χώρα) η περσική χώρα, η Περσία
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 97
- [ως επίθετο] ἡ Περσὶς δὲ χώρη μούνη μοι οὐκ εἴρηται δασμοφόρος
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 3, 26.3 @perseus.tufts.edu
- ἡ δὲ Μηδία χώρα καὶ ἡ Περσὶς ἄλλα τε ἔχει πλείω καὶ τὸ μῆλον τὸ Περσικὸν ἢ Μηδικὸν καλούμενον.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 97
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΠερσίς θηλυκό
- (εθνικό όνομα) Περσίδα, γυναίκα από την Περσία
- ※ Ηλιόδωρος, Αιθιοπικά, 7, 14, 2, 5-8 έκδ. Teubner Heliodori Aethiopicorum libri decem
- Καὶ Περσὶς οὖσα τὸ γένος σφόδρα ἑλληνίζει τὴν γνώμην χαίρουσα καὶ προστρέχουσα τοῖς ἐντεῦθεν, ἦθός τε καὶ ὁμιλίαν τὴν ῾Ελληνικὴν εἰς ὑπερβολὴν ἠγάπηκε.
- ※ Ηλιόδωρος, Αιθιοπικά, 7, 14, 2, 5-8 έκδ. Teubner Heliodori Aethiopicorum libri decem
- (ενδυμασία) περσικός μανδύας
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Πέρσης
Πηγές
επεξεργασία- Περσίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Περσίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.