Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαρσί < (άμεσο δάνειο) τουρκική farsi < περσική فارسی (fârsi)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φαρσί ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο

  1. η περσική γλώσσα, τα περσικά
    ευτυχώς ο αρχηγός του γκρουπ ήξερε τα φαρσί και μπορέσαμε να συννενοηθούμε

  Επίρρημα επεξεργασία

φαρσί

  1. (για γνώση ξένης γλώσσας) πάρα πολύ καλά, άπταιστα
    μιλάει τα γαλλικά φαρσί

  Μεταφράσεις επεξεργασία