φαρσί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαρσί < (άμεσο δάνειο) τουρκική farsi < περσική فارسی (fârsi)
Ουσιαστικό επεξεργασία
φαρσί ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο
- η περσική γλώσσα, τα περσικά
- ευτυχώς ο αρχηγός του γκρουπ ήξερε τα φαρσί και μπορέσαμε να συννενοηθούμε
Επίρρημα επεξεργασία
φαρσί
- (για γνώση ξένης γλώσσας) πάρα πολύ καλά, άπταιστα
- μιλάει τα γαλλικά φαρσί
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαρσί
|