φαρσί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φαρσί < (άμεσο δάνειο) τουρκική farsi < περσική فارسی (fârsi)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφαρσί ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο
- η περσική γλώσσα, τα περσικά
- ⮡ Ευτυχώς ο αρχηγός του γκρουπ ήξερε τα φαρσί και μπορέσαμε να συνεννοηθούμε.
Επίρρημα
επεξεργασίαφαρσί
- με ευχέρεια, πολύ καλά
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- φαρσί - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)