βαλκανοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βαλκανοποίηση | οι | βαλκανοποιήσεις |
γενική | της | βαλκανοποίησης | των | βαλκανοποιήσεων |
αιτιατική | τη | βαλκανοποίηση | τις | βαλκανοποιήσεις |
κλητική | βαλκανοποίηση | βαλκανοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαλκανοποίηση < βαλκανοποιώ βλακανοποιη- + -ση
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /val.ka.noˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βαλ‐κα‐νο‐ποί‐η‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
βαλκανοποίηση θηλυκό
- (πολιτική, μειωτικό) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του βαλκανοποιώ
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Βαλκάνια
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαλκανοποίηση
|