διαβαλκανικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαβαλκανικός < δια- + βαλκανικός[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.a.val.ka.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐βαλ‐κα‐νι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
διαβαλκανικός, -ή, -ό
- ο σχετικός με τις βαλκανικές χώρες ή που γίνεται ανάμεσα σε βαλκανικές χώρες
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Βαλκάνια
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαβαλκανικός
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ διαβαλκανικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας