Αίμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αίμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Αἷμος / Αἷμον (< θρακική *Saiman[1]: κορυφογραμμή, αλυσίδα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seh₂i-men- (δένω, σχοινί)[2]
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αίμος αρσενικό
- βουνό της βαλκανικής χερσονήσου (στη σημερινή Βουλγαρία).
- (ελληνική μυθολογία) μυθικός βασιλιάς της Θράκης. Ήταν γιος του Βορέα και της νύμφης Ωρειθυίας. Η γυναίκα του λεγόταν Ροδόπη. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο επειδή ο Αίμος αποκαλούσε τη Ροδόπη Ήρα και η Ροδόπη τον Αίμο Δία, θύμωσαν οι θεοί και τους μεταμόρφωσαν στα ομώνυμα βουνά.
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Αίμος στη Βικιπαίδεια