Δείτε επίσης: Αίμος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Αἷμος
      γενική τοῦ Αἵμου
      δοτική τῷ Αἵμ
    αιτιατική τὸν Αἷμον
     κλητική ! Αἷμε
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αἷμος < θρακική *Saiman[1] (κορυφογραμμή, αλυσίδα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seh₂i-men- (δένω, σχοινί)[2]

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αἷμος αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία