Αἷμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Αἷμος | ||
γενική | τοῦ | Αἵμου | ||
δοτική | τῷ | Αἵμῳ | ||
αιτιατική | τὸν | Αἷμον | ||
κλητική ὦ! | Αἷμε | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αἷμος < θρακική *Saiman[1] (κορυφογραμμή, αλυσίδα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seh₂i-men- (δένω, σχοινί)[2]
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑἷμος αρσενικό
- βουνό της βαλκανικής χερσονήσου, o Αίμος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Αἷμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.