αρβαντοβλάχικα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αρβαντοβλάχικα | ||
γενική | των | αρβαντοβλάχικων | ||
αιτιατική | τα | αρβαντοβλάχικα | ||
κλητική | αρβαντοβλάχικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρβαντοβλάχικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αρβαντοβλάχικος στον πληθυντικό
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρβαντοβλάχικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- κουτσοβλάχικα (για τους Αρμάνους)