ρεμένικα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ρεμένικα | ||
γενική | των | ρεμένικων | ||
αιτιατική | τα | ρεμένικα | ||
κλητική | ρεμένικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρεμένικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ρεμένικος στον πληθυντικό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρεμένικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό και ρεμενικά
Άλλες μορφές επεξεργασία
- ριμένικα (συνήθως για τους αρβανιτόβλαχους της Ακαρνανίας)
Συνώνυμα επεξεργασία
- αρβανιτοβλάχικα
- αρβαντοβλάχικα (ιδιωματικό)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρεμένικα
αρωμουνικά : rãmãneshti (roa-rup), rrãmãneshti (roa-rup)
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- ρεμένικα < ρεμένικ(ος) + -α
Επίρρημα επεξεργασία
ρεμένικα
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ρεμένικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ρεμένικος