πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ρεμενικά
      γενική των ρεμενικών
    αιτιατική τα ρεμενικά
     κλητική ρεμενικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ρεμενικά: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ρεμενικός στον πληθυντικό

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρεμενικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
ρεμενικά < ρεμενικ(ός) +

Επίρρημα

επεξεργασία

ρεμενικά

  1. χρησιμοποιώντας την ρεμενική διάλεκτο
  2. με ρεμενικό τρόπο, σύμφωνα με τα ρεμενικά έθιμα
     συνώνυμα: ρεμενιστί

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία