πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα βουλγάρικα
      γενική των βουλγάρικων
    αιτιατική τα βουλγάρικα
     κλητική βουλγάρικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
βουλγάρικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βουλγάρικος στον πληθυντικό

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βουλγάρικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία