βουλγάρικων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαβουλγάρικων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του βουλγάρικος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του βουλγάρικος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του βουλγάρικος
βουλγάρικων