Δείτε επίσης: εφημεριδογράφος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η εφημεριδοφάγος οι εφημεριδοφάγοι
      γενική του/της εφημεριδοφάγου των εφημεριδοφάγων
    αιτιατική τον/την εφημεριδοφάγο τους/τις εφημεριδοφάγους
     κλητική εφημεριδοφάγε εφημεριδοφάγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εφημεριδοφάγος < εφημερίδ(α) + -ο- + -φάγος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.fi.me.ɾi.ðoˈfa.ɣos/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εφημεριδοφάγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία