εφημερία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εφημερία < (ελληνιστική κοινή) ἐφημερία < ἐπί + ἡμέρα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εφημερία θηλυκό
- η υπηρεσία πέρα από το κανονικό πρόγραμμα και ωράριο
- (συνεκδοχικά) ο χρόνος της υπηρεσίας και το (ενδεχόμενο) ποσό αποζημίωσης
- η επιτήρηση από εκπαιδευτικούς των μαθητών και των χώρων του σχολείου σε ώρες εκτός διδακτικού ωραρίου
- (θρησκεία) η εβδομαδιαία (συνήθως) υπηρεσία κληρικών σε ναό