• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ἐφημερία

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Αρχαία ελληνικά (grc)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἡ ἐφημερίᾱ αἱ ἐφημερίαι
      γενική τῆς ἐφημερίᾱς τῶν ἐφημεριῶν
      δοτική τῇ ἐφημερίᾳ ταῖς ἐφημερίαις
    αιτιατική τὴν ἐφημερίᾱν τὰς ἐφημερίᾱς
     κλητική ὦ! ἐφημερίᾱ ἐφημερίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐφημερίᾱ
γεν-δοτ τοῖν  ἐφημερίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐφημερία < ἐπί + ἡμέρα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐφημερία θηλυκό

  1. (θρησκεία) εβδομαδιαία ή ημερήσια ιερατική εφημερία
    ≈ συνώνυμα: ἐφημερίς
  2. (θρησκεία) (συνεκδοχικά) η λειτουργία που τελείται από τον ιερέα κατά τη διάρκεια της εφημερίας
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ἐφημερία&oldid=5258859"
Τελευταία επεξεργασία στις 21 Σεπτεμβρίου 2021, στις 03:08

Γλώσσες

    • English
    • Italiano
    • Malagasy
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 21 Σεπτεμβρίου 2021, στις 03:08.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας