ἐφημερίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐφημερίς | αἱ | ἐφημερίδες | ||||
γενική | τῆς | ἐφημερίδος | τῶν | ἐφημερίδων | ||||
δοτική | τῇ | ἐφημερίδῐ | ταῖς | ἐφημερίσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἐφημερίδᾰ | τὰς | ἐφημερίδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ἐφημερίς* | ἐφημερίδες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐφημερίδε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐφημερίδοιν | ||||||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐφημερίς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἐφήμερ(ος)[1] + -ίς. Μορφολογικά αναλύεται σε (ἐπί) ἐφ- + ἡμέρ(α) + -ίς
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: εφημερίδα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐφημερίς θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (στρατιωτικός όρος) στρατιωτικό ημερολόγιο (όπως για την εκστρατεία του Αλέξανδρου)
- λογιστικό βιβλίο
- (θρησκεία) εβδομαδιαία ή ημερήσια ιερατική εφημερία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «εφημερίδα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ἐφημερίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐφημερίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.