gazeta
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
gazeta (pl) < (άμεσο δάνειο) γαλλική gazette < ιταλική gazzetta
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
gazeta (pl) θηλυκό
gazeta (pl) < (άμεσο δάνειο) γαλλική gazette < ιταλική gazzetta
gazeta (pl) θηλυκό