Ετυμολογία

επεξεργασία
czasopismo < czas + pismo

Ουσιαστικό

επεξεργασία

czasopismo (pl) ουδέτερο

  • περιοδικό (έντυπο που εκδίδεται σε τακτά χρονικά διαστήματα)

Συνώνυμα

επεξεργασία