journal
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- journal < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
journal (en)
- το ημερολόγιο (ενός ανθρώπου, ενός πλοίου κλπ)
- εφημερίδα ή περιοδικό με ειδικό θέμα
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
journal (fr) αρσενικό (πληθυντικός journaux), θηλυκό: journale (πληθυντικός journales)
Ουσιαστικό επεξεργασία
journal (fr) αρσενικό (πληθυντικός journaux)
- ημερολόγιο
- έντυπο με καθημερινή ή περιοδική έκδοση, περιοδικό, εφημερίδα