εφημέριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εφημέριος | οι | εφημέριοι |
γενική | του | εφημέριου & εφημερίου |
των | εφημέριων & εφημερίων |
αιτιατική | τον | εφημέριο | τους | εφημέριους & εφημερίους |
κλητική | εφημέριε | εφημέριοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εφημέριος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐφημέριος (επίθετο, που συμβαίνει τη μέρα). Συγχρονικά αναλύεται σε εφ- + ημέρ(α) + -ιος.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.fiˈme.ɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐φη¨‐μέ‐ρι‐ος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεφημέριος αρσενικό
- (εκκλησιαστικός όρος) ο ιερέας μιας ενορίας
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- εφημέριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- εφημέριος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)