ἐφημέριος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἐφημέριος, -ος, -ον
- (αρχική σημασία) που συμβαίνει κατά τη διάρκεια της ημέρας (όπως η σκοπιά)
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 21 (φ. Τόξου θέσις.), στίχ. 85
- «νήπιοι ἀγροιῶται, ἐφημέρια φρονέοντες,
ἆ δειλώ, τί νυ δάκρυ κατείβετον ἠδὲ γυναικὶ
θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὀρίνετον; […]- «Μικροί χωριάτες, το μυαλό σας μόνο στο σήμερα κολλά!
Γιατί, βρε μίζεροι, το ρίξατε στα κλαψουρίσματα, γιατί ταράζετε
στα στήθη την καρδιά μιας δύστυχης γυναίκας; - Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- «Μικροί χωριάτες, το μυαλό σας μόνο στο σήμερα κολλά!
- «νήπιοι ἀγροιῶται, ἐφημέρια φρονέοντες,
- ≠ αντώνυμα: μετὰ νύκτας
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 21 (φ. Τόξου θέσις.), στίχ. 85
- μόνον για μία ημέρα (όπως μισθός μιας ημέρας, πρόσληψη κάποιου για μια μέρα)
- → δείτε ἐφημέριοι
- εφήμερος, βραχυχρόνιος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐφημέριος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐφημέριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.