• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εφημεριδοπώλης

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
    • 1.4 Δείτε επίσης
      • 1.4.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εφημεριδοπώλης οι εφημεριδοπώλες
      γενική του εφημεριδοπώλη των εφημεριδοπωλών
    αιτιατική τον εφημεριδοπώλη τους εφημεριδοπώλες
     κλητική εφημεριδοπώλη εφημεριδοπώλες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
εφημεριδοπώλης < εφημερίδ(α) + -ο- + -πώλης

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.fi.me.ɾi.ðoˈpo.lis/
τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐φη‐με‐ρι‐δο‐πώ‐λης

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εφημεριδοπώλης αρσενικό (θηλυκό εφημεριδοπώλισσα)

  • (επάγγελμα) αυτός που πουλάει εφημερίδες, συνήθως στο δρόμο

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • εφημεριδοπώλης στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    εφημεριδοπώλης
  • αγγλικά : newsboy (en)
  • ιταλικά : giornalaio (it)
  • πολωνικά : gazeciarz (pl)
  • τσεχικά : kolportér (cs)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εφημεριδοπώλης&oldid=5475053"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 07:39

Γλώσσες

    • Polski
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 07:39.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας