Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈwɔːnɪŋ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
warning warnings

warning (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η προειδοποίηση, κάτι που λέει σε κάποιον ότι κάτι κακό ή δυσάρεστο μπορεί να συμβεί στο μέλλον, ώστε να προσπαθήσει να το αποφύγει
    ⮡  She left him without warning.
    Τον εγκατέλειψε χωρίς προειδοποίηση.
    ⮡  He paid no attention to my warnings.
    Δεν έδωσε σημασία στις προειδοποιήσεις μου.
    ⮡  That sign is a warning for danger.
    Αυτό το σήμα είναι προειδοποίηση για κίνδυνο.
    ⮡  The yellow card is a warning.
    Η κίτρινη κάρτα είναι προειδοποίηση.
    ⮡  The cook left without warning.
    Η μαγείρισσα έφυγε απροειδοποίητα.
     συνώνυμα: notice
  2. η προειδοποίηση, μια δήλωση που λέει σε κάποιον ότι θα τιμωρηθεί εάν συνεχίσει να συμπεριφέρεται με συγκεκριμένο τρόπο
    ⮡  a verbal/written warning - προφορική/γραπτή προειδοποίηση

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

warning (en)