warning
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
warning | warnings |
warning (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η προειδοποίηση, κάτι που λέει σε κάποιον ότι κάτι κακό ή δυσάρεστο μπορεί να συμβεί στο μέλλον, ώστε να προσπαθήσει να το αποφύγει
- ⮡ She left him without warning.
- Τον εγκατέλειψε χωρίς προειδοποίηση.
- ⮡ He paid no attention to my warnings.
- Δεν έδωσε σημασία στις προειδοποιήσεις μου.
- ⮡ That sign is a warning for danger.
- Αυτό το σήμα είναι προειδοποίηση για κίνδυνο.
- ⮡ The yellow card is a warning.
- Η κίτρινη κάρτα είναι προειδοποίηση.
- ⮡ The cook left without warning.
- Η μαγείρισσα έφυγε απροειδοποίητα.
- ≈ συνώνυμα: notice
- ⮡ She left him without warning.
- η προειδοποίηση, μια δήλωση που λέει σε κάποιον ότι θα τιμωρηθεί εάν συνεχίσει να συμπεριφέρεται με συγκεκριμένο τρόπο
- ⮡ a verbal/written warning - προφορική/γραπτή προειδοποίηση
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαwarning (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του warn