↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παρτάκιας οι παρτάκηδες
      γενική του παρτάκια των παρτάκηδων
    αιτιατική τον παρτάκια τους παρτάκηδες
     κλητική παρτάκια παρτάκηδες
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρτάκιας < πάρτη (ιταλικά parte) + -άκιας, ή αγγλικά party ("πλευρά, μεριά") + -άκιας

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /paɾˈta.cas/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παρτάκιας αρσενικό

  • (αργκό) που κοιτά μόνο τον εαυτό του, τη δική του πλευρά
    ※  Το καλό παιδί, που βλέπουμε να προτιμάνε οι γυναίκες στις ταινίες του Ξανθόπουλου, είναι το μεγαλύτερο ψέμα «ever» τον λένε και μαλάκα από πάνω. Μη σου πω και αδερφή. Και σε αυτόν, που 'ναι παρτάκιας αλλά είναι διάσημος ή φραγκάτος, του στήνονται στα τέσσερα στο άψε σβήσε (Δημήτρης Παπαδημητρίου, Μνήμες Σκοτεινά Αναδυόμενες, εκδ. Ακακία, 2013 [1])

Συνώνυμα

επεξεργασία