φραγκάτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαφραγκάτος, -η, -ο
- (οικείο) λεφτάς
- ※ Το καλό παιδί, που βλέπουμε να προτιμάνε οι γυναίκες στις ταινίες του Ξανθόπουλου, είναι το μεγαλύτερο ψέμα «ever» τον λένε και μαλάκα από πάνω. Μη σου πω και αδερφή. Και σε αυτόν, που 'ναι παρτάκιας αλλά είναι διάσημος ή φραγκάτος, του στήνονται στα τέσσερα στο άψε σβήσε (Δημήτρης Παπαδημητρίου, Μνήμες Σκοτεινά Αναδυόμενες, εκδ. Ακακία, 2013 [1])
Μεταφράσεις
επεξεργασία φραγκάτος
|