↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φραγκάτος η φραγκάτη το φραγκάτο
      γενική του φραγκάτου της φραγκάτης του φραγκάτου
    αιτιατική τον φραγκάτο τη φραγκάτη το φραγκάτο
     κλητική φραγκάτε φραγκάτη φραγκάτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φραγκάτοι οι φραγκάτες τα φραγκάτα
      γενική των φραγκάτων των φραγκάτων των φραγκάτων
    αιτιατική τους φραγκάτους τις φραγκάτες τα φραγκάτα
     κλητική φραγκάτοι φραγκάτες φραγκάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φραγκάτος < φράγκ(ο) + -άτος

  Επίθετο

επεξεργασία

φραγκάτος, -η, -ο

  • (οικείο) λεφτάς
    ※  Το καλό παιδί, που βλέπουμε να προτιμάνε οι γυναίκες στις ταινίες του Ξανθόπουλου, είναι το μεγαλύτερο ψέμα «ever» τον λένε και μαλάκα από πάνω. Μη σου πω και αδερφή. Και σε αυτόν, που 'ναι παρτάκιας αλλά είναι διάσημος ή φραγκάτος, του στήνονται στα τέσσερα στο άψε σβήσε (Δημήτρης Παπαδημητρίου, Μνήμες Σκοτεινά Αναδυόμενες, εκδ. Ακακία, 2013 [1])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία