parte
Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
parte (eo)
Ιταλικά (it)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
parte | parti |
parte (it) θηλυκό
- το μέρος
Πορτογαλικά (pt)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
parte (pt) θηλυκό
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- de parte - κατά μέρος, στην άκρη