Ετυμολογία

επεξεργασία
parte < part- + -e

  Επίρρημα

επεξεργασία

parte (eo)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
parte parti

parte (it) θηλυκό



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

parte (pt) θηλυκό

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • de parte - κατά μέρος, στην άκρη