αναρχομαλάκας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναρχομαλάκας < αναρχ(ικός) + -ο- + μαλάκας
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναρχομαλάκας αρσενικό
- (νεολογισμός, αργκό, μειωτικό) χλευαστικός χαρακτηρισμός για αναρχικό
- ※ «Με βούτηξαν από την κοτσίδα κι άρχισαν να με σέρνουν - έφευγαν τούφες από τα μαλλιά μου. Ούρλιαζαν ‘‘απόψε θα πεθάνετε αναρχομαλάκες’’. Έρχεται ένας με ένα στειλιάρι και μπαμ! Μου ρίχνει στο κεφάλι. Και μετά άλλη μια. Κάποια στιγμή, κάποιος φώναξε ‘‘εντάξει, τέλος τώρα’’ και κάπως απότομα όλο αυτό σταμάτησε». (@efsyn)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αναρχομαλάκας
|