Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αυνανιζόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αυνανιζόμεν
ος
η
αυνανιζόμεν
η
το
αυνανιζόμεν
ο
γενική
του
αυνανιζόμεν
ου
της
αυνανιζόμεν
ης
του
αυνανιζόμεν
ου
αιτιατική
τον
αυνανιζόμεν
ο
την
αυνανιζόμεν
η
το
αυνανιζόμεν
ο
κλητική
αυνανιζόμεν
ε
αυνανιζόμεν
η
αυνανιζόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αυνανιζόμεν
οι
οι
αυνανιζόμεν
ες
τα
αυνανιζόμεν
α
γενική
των
αυνανιζόμεν
ων
των
αυνανιζόμεν
ων
των
αυνανιζόμεν
ων
αιτιατική
τους
αυνανιζόμεν
ους
τις
αυνανιζόμεν
ες
τα
αυνανιζόμεν
α
κλητική
αυνανιζόμεν
οι
αυνανιζόμεν
ες
αυνανιζόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αυνανιζόμενος