• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μαλάκω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η μαλάκω
      γενική της μαλάκως
    αιτιατική τη μαλάκω
     κλητική μαλάκω
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος.
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μαλάκω < μαλάκ(ας) + -ω

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

μαλάκω θηλυκό

  • (υβριστικό, χυδαίο) θηλυκό του μαλάκας

  Μεταφράσεις Επεξεργασία

    μαλάκω
  • γαλλικά : conne (fr), conarde (fr) ή connarde (fr), conasse (fr) ή connasse (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μαλάκω&oldid=5489217"
Τελευταία επεξεργασία στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 21:03

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 21:03.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie