↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λακαμάς οι λακαμάδες
      γενική του λακαμά των λακαμάδων
    αιτιατική τον λακαμά τους λακαμάδες
     κλητική λακαμά λακαμάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λακαμάς < μαλάκας με μεταγραμματισμό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λακαμάς αρσενικό

  1. (υβριστικό) ανακατεμένη γραφή της λέξης μαλάκας, με χρήση στο γραπτό, ανεπίσημο λόγο
    ※ 
    Όταν θα καταλάβει τι τσαμπουνάς
    Θα δεις πως είσαι ούφο και λακαμάς
    (στίχοι τραγουδιού του 1986, γραμμένοι από τον Παύλο Τάσιο, τραγούδι από τον Γιάννη Μηλιώκα, άλμπουμ: Νοκ Άουτ [1])
    ※  Ολόκληρος Αμπράμοβιτς διάβαζα πως έχει 900.000.000 χρέη από δάνεια και τράπεζες δεν έβαλε δικά του λεφτά. Πρέπει να είμαι ο πρώτος λακαμάς που βάζει λεφτά από την τσέπη του! Θα φανεί στο μέλλον αν είμαστε «σελέμπριτις» ή αγαπάμε πολύ τον Ηρακλή (Ρέμος: "Πρέπει να είμαι ο πρώτος... λακαμάς που βάζει λεφτά από την τσέπη του!" (Ο Αντώνης Ρέμος - πρόεδρος της ΠΑΕ Ηρακλή - μίλησε στον ραδιοφωνικό σταθμό Libero 107,4 για την μέχρι τώρα πορεία του Γηραιού στο πρωτάθλημα...), contra.gr, 17 Οκτωβρίου 2018)
    ※  Τωρα αντε τραβα να βρεις το κακο παιδι που ψαχνεις εγω τελικα δεν ημουν καλος αλλα λακαμας οπως πιστευεις (28.1.2014, www.lifo.gr)
    ※  Οι λακαμάδες και οι εμπαθείς δεν λείπουνε ποτέ. Ένα ολόκληρο μάτσο από δαύτους είναι πάντα στημένοι στη γωνία και περιμένουν να βρουν την ευκαιρία για να στην πουν και να στη φέρουν. (Δεν πρόκειται ποτέ να αλλάξω τη γνώμη μου γι’ αυτή την ομάδα και γι’ αυτούς τους παίκτες, 18/6/2012, real.gr)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία