μακάκας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μακάκας | οι | μακάκες |
γενική | του | μακάκα | — | |
αιτιατική | τον | μακάκα | τους | μακάκες |
κλητική | μακάκα | μακάκες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μακάκας < μαλάκας με μεταγραμματισμό για καμουφλάρισμα του χυδαίου χαρακτήρα της λέξης
- μακάκας < μακάκος με [o] > [a]
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μακάκας αρσενικό
- (ευφημισμός χυδαίου), (υβριστικό) υπαινικτική ανακατεμένη μορφή της λέξης μαλάκας, στον ανεπίσημο λόγο
- ※ Εγώ, μακάκας με περικεφαλαία. Υψηλότερη και ογκωδέστερη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Τουτέστιν μακάκας επικών διαστάσεων. Επειδή κανένα τραπεζικό ή άλλο δάνειο. Ούτε καταναλωτικό. Ούτε διακοπών. Ούτε επιχειρηματικό. Ούτε στεγαστικό. Τίποτα. Μισή δεκάρα. (Εγώ ο μέγας μακάκας, protothema.gr, 26/03/2019)
- ※ TABLOID/Φλωρινιώτης: «Ο Λεπά, να το πω, πολύ ευγενικά, είναι πολύ μακάκας» (Η μάχη των τιτάνων της πίστας, LIFOTEAM, 20.12.2012, www.lifo.gr)
- (ανεπίσημο) άλλη μορφή του μακάκος του γένους των μαϊμούδων Macaca
- ※ Η μαϊμού έβγαλε selfie και ξέσπασε διαμάχη 17.000 δολαρίων. Ένας μακάκας έβαλε σε μπελάδες βρετανό φωτογράφο (newsbeast.gr, 08/08/2014)
- ※ Μακάκας προσπαθεί να κάνει σεξ με δύο θηλυκά ελάφια (βίντεο), ([1] 11 Ιανουαρίου 2017)