Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαλακοπίτουρας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Συνώνυμα
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
μαλακοπίτουρ
ος
οι
μαλακοπίτουρ
οι
γενική
του
μαλακοπίτουρ
ου
των
μαλακοπίτουρ
ων
αιτιατική
τον
μαλακοπίτουρ
ο
τους
μαλακοπίτουρ
ους
κλητική
μαλακοπίτουρ
ε
μαλακοπίτουρ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαλακοπίτουρας
<
μαλάκ(ας)
+
-ο-
πίτουρ(ο)
+
-ας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μαλακοπίτουρας
αρσενικό
(
μειωτικό
,
χυδαίο
) για άνθρωπο
χαζό
,
νωχελικό
ή απλά
αντιπαθή
Συνώνυμα
επεξεργασία
χαζομαλάκας
χοντρομαλάκας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαλακοπίτουρας
→
δείτε
τη λέξη
μαλάκας