Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαλακοκαύλης οι μαλακοκαύληδες
      γενική του μαλακοκαύλη των μαλακοκαύληδων
    αιτιατική τον μαλακοκαύλη τους μαλακοκαύληδες
     κλητική μαλακοκαύλη μαλακοκαύληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαλακοκαύλης < μαλακ(ός) + -ο- + καυλ(ί) + -ης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαλακοκαύλης αρσενικό

  1. (μεταφορικά, μειωτικό) άνθρωπος νωθρός, χωρίς πρωτοβουλία και σθένος, που εύκολα τον κατευθύνουν άλλοι
  2. (κυριολεκτικά) ο άνθρωπος που κατά την διάρκεια της σεξουαλικής επαφής δεν έχει αρκετή στύση

  Μεταφράσεις επεξεργασία