↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερδιάσημος η υπερδιάσημη το υπερδιάσημο
      γενική του υπερδιάσημου της υπερδιάσημης του υπερδιάσημου
    αιτιατική τον υπερδιάσημο την υπερδιάσημη το υπερδιάσημο
     κλητική υπερδιάσημε υπερδιάσημη υπερδιάσημο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερδιάσημοι οι υπερδιάσημες τα υπερδιάσημα
      γενική των υπερδιάσημων των υπερδιάσημων των υπερδιάσημων
    αιτιατική τους υπερδιάσημους τις υπερδιάσημες τα υπερδιάσημα
     κλητική υπερδιάσημοι υπερδιάσημες υπερδιάσημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπερδιάσημος < υπερ- + διάσημος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.perˈði̯a.si.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐περ‐δι‐ά‐ση‐μος

  Επίθετο

επεξεργασία

υπερδιάσημος

  • γνωστός σε πολλούς ανθρώπους
    ※  Οι υπερδιάσημοι celebrities πληρώνονται όταν είναι να δώσουν μια μεγάλη αποκλειστικότητα της ζωής τους είτε σε έντυπα, είτε σε τηλεοπτικές εκπομπές. (Light: «Μπείτε στο Instagram μου. Αλλιώς 5.000 Ευρώ, όποια εκπομπή πληρώνει βγαίνω και τα λέω», εκδ. ΣΚΑΪ, 2024 [1])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία