υπερδιάσημος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.perˈði̯a.si.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐περ‐δι‐ά‐ση‐μος
Επίθετο
επεξεργασίαυπερδιάσημος
- γνωστός σε πολλούς ανθρώπους
- ※ Οι υπερδιάσημοι celebrities πληρώνονται όταν είναι να δώσουν μια μεγάλη αποκλειστικότητα της ζωής τους είτε σε έντυπα, είτε σε τηλεοπτικές εκπομπές. (Light: «Μπείτε στο Instagram μου. Αλλιώς 5.000 Ευρώ, όποια εκπομπή πληρώνει βγαίνω και τα λέω», εκδ. ΣΚΑΪ, 2024 [1])
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερδιάσημος
|