καθρεφτισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καθρεφτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καθρεφτίζω, καθρεφτίζομαι
Μετοχή
επεξεργασίακαθρεφτισμένος, -η, -ο και καθρεπτισμένος
- που έχει καθρεφτιστεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία καθρεφτισμένος
|