ανακλώμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανακλώμαι < αρχαία ελληνική ἀνακλῶμαι
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαανακλώμαι
- παθητική φωνή του ρήματος ανακλώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανακλώμαι
|
Δείτε επίσης : ἀνακλῶμαι |
ανακλώμαι
|