reflektado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | reflektado | reflektadoj |
αιτιατική | reflektadon | reflektadojn |
reflektado (eo)
- η ανάκλαση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | reflektado | reflektadoj |
αιτιατική | reflektadon | reflektadojn |
reflektado (eo)