ανακλάσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαανακλάσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανακλώ
- θα ανακλάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανακλώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαανακλάσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανάκλαση