Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανακλαστικός η ανακλαστική το ανακλαστικό
      γενική του ανακλαστικού της ανακλαστικής του ανακλαστικού
    αιτιατική τον ανακλαστικό την ανακλαστική το ανακλαστικό
     κλητική ανακλαστικέ ανακλαστική ανακλαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανακλαστικοί οι ανακλαστικές τα ανακλαστικά
      γενική των ανακλαστικών των ανακλαστικών των ανακλαστικών
    αιτιατική τους ανακλαστικούς τις ανακλαστικές τα ανακλαστικά
     κλητική ανακλαστικοί ανακλαστικές ανακλαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανακλαστικός < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική réflectif[1]. Μορφολογικά αναλύεται σε ανάκλασ(η) + -τικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.na.kla.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐κλα‐στι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

ανακλαστικός, -ή, -ό

Τα ανακλαστικά μανίκια που σχεδιάστηκαν για δικυκλιστές αντανακλούν το φως και λάμπουν μέσα στη νύχτα, προστατεύοντας έτσι ακόμα περισσότερο τον αναβάτη
Ο ανακλαστικός πόνος παραπλανά

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)