αντιανακλαστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιανακλαστικός < αντι- + ανακλαστικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /an.di.a.na.kla.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐α‐να‐κλα‐στι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίααντιανακλαστικός, -ή, -ό
- που συμβάλει στην αποτροπή ανάκλασης
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιανακλαστικός
|
Πηγές
επεξεργασία- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr