αντανακλαστικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααντανακλαστικό ουδέτερο (& ανακλαστικό)
- η αυθόρμητη φυσική αντίδραση σε κάποιο ερέθισμα ή εκείνη που έχει αυτοματοποιηθεί από συνήθεια
- Τα νεογνικά αντανακλαστικά ελέγχονται σε όλα τα νεογέννητα ώστε να διαπιστωθεί τυχόν νευρολογική βλάβη
- Ο ενήλικας έχει περίπου 40 αντανακλαστικά
- Τα εξαρτημένα αντανακλαστικά (η κλασική εξάρτηση) είναι αυτοματοποιημένες αντιδράσεις που σχηματίζονται σταδιακά από συνήθεια και δεν γεννιόμαστε με αυτά
- (μεταφορικά) η λογικά αναμενόμενη αυθόρμητη αντίδραση ενός ατόμου σε ένα συγκεκριμένο ερέθισμα
- Όταν τα κοινωνικά αντανακλαστικά δέχονται συνεχώς ισχυρά αντικρουόμενα ερεθίσματα από τους πολιτικούς, τότε εξασθενούν
- Γιατί δεν αντέδρασες όταν σου μίλησε άσχημα; Εχασες μου φαίνεται πια τα αντανακλαστικά σου
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααντανακλαστικό
- αιτιατική ενικού του αντανακλαστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αντανακλαστικός