αντανακλαστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντανακλαστικός < αντανάκλαση + -τικός (1. μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réflecteur. 2,3. {{μτφδ|fr|el|réflexe]] / [[réflexes|text=1}})
Επίθετο επεξεργασία
αντανακλαστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αντανάκλαση, αναφέρεται σ’ αυτή ή προέρχεται από αντανάκλαση
- (ψυχολογία) που συμβαίνει ή ενεργείται ακούσια και ασύνειδα
- (ουσιαστικοποιημένο) αντανακλαστικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
σχέση με την αντανάκλαση