↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντανακλαστικός η αντανακλαστική το αντανακλαστικό
      γενική του αντανακλαστικού της αντανακλαστικής του αντανακλαστικού
    αιτιατική τον αντανακλαστικό την αντανακλαστική το αντανακλαστικό
     κλητική αντανακλαστικέ αντανακλαστική αντανακλαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντανακλαστικοί οι αντανακλαστικές τα αντανακλαστικά
      γενική των αντανακλαστικών των αντανακλαστικών των αντανακλαστικών
    αιτιατική τους αντανακλαστικούς τις αντανακλαστικές τα αντανακλαστικά
     κλητική αντανακλαστικοί αντανακλαστικές αντανακλαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντανακλαστικός < αντανάκλαση + -τικός (1. μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réflecteur. 2,3. {{μτφδ|fr|el|réflexe]] / [[réflexes|text=1}})

  Επίθετο

επεξεργασία

αντανακλαστικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με την αντανάκλαση, αναφέρεται σ’ αυτή ή προέρχεται από αντανάκλαση
  2. (ψυχολογία) που συμβαίνει ή ενεργείται ακούσια και ασύνειδα
  3. (ουσιαστικοποιημένο) αντανακλαστικά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία