successively
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- successively < successive + -ly
Επίρρημα
επεξεργασίαsuccessively (en) (χωρίς παραθετικά)
- διαδοχικά, αμέσως το ένα μετά το άλλο
- ⮡ The president of the government received the parties’ leaders successively.
- Ο πρόεδρος της κυβερνήσεως δέχτηκε διαδοχικά τους αρχηγούς των κομμάτων.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη consecutively
- ⮡ The president of the government received the parties’ leaders successively.