Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
heterosexual
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Επίθετο
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
heterosexual
(en)
ετεροφυλόφιλος
≈
συνώνυμα
:
straight
Ουσιαστικό
επεξεργασία
heterosexual
(en)
ο
ετεροφυλόφιλος
, η
ετεροφυλόφιλη
Πηγές
επεξεργασία
heterosexual (adjective)
-
Oxford Learner's Dictionaries
heterosexual (noun)
-
Oxford Learner's Dictionaries