monolithique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mɔ.nɔ.li.tik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
monolithique | monolithiques |
monolithique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
monolithique | monolithiques |
monolithique (fr) αρσενικό ή θηλυκό